- ξεναγία
- η (Α ξεναγια) [ξεναγός]η περιήγηση, η κατατόπιση και η εξυπηρέτηση τών ξένων σε μια χώρα, ξενάγησηαρχ.1. η αρχηγία μισθοφορικών στρατευμάτων2. (στους Κρήτες) σύνταγμα3. δύναμη δύο ψιλαγιών, δηλαδή σωμάτων με 250 ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες στο καθένα.
Dictionary of Greek. 2013.